Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακρεούργηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 carnefici`na ~f~
2 mace`llo ~m~
3 massa`cro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακρεουργημένος κατακρεουργώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---