Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάκτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 conqui`sta ~f~ ((anche in senso figurato)) η κατάκτηση της Δύσης == la conquista del West | οι κατακτήσεις της επιστήμης == le conquiste della scienza | πώς πανε oι κατακτήσεις; == come vanno le conquiste?
2 l'ottene`re, il vi`ncere, conqui`sta η κατάκτηση του παγκoσμίoυ ρεκόρ == la conquista del record mondiale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακτημένος κατακτητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---