Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακυριεύω  
ρήμα μεταβατικό

domina`re completame`nte ((anche in senso figurato)) τυφλό πάθoς τον έχει κατακυριεύσει == una cieca passione lo domina completamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακυριευμένος κατακυρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---