Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακυριεύω
ρήμα μεταβατικό domina`re completame`nte ((anche in senso figurato)) τυφλό πάθoς τον έχει κατακυριεύσει == una cieca passione lo domina completamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |