Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταλαμβάνω  
ρήμα μεταβατικό

1 occupa`re, impadroni`rsi οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα == i Romani occuparono la Grecia | οι εργάτες κατέλαβαν τo εργοστάσιο == gli operai hanno occupato la fabbrica | o στρατός κατέλαβε την εξουσία == i militari si sono impadroniti del potere
2 pre`ndere, co`gliere τον κατέλαβαν επ' αυτoφώρω == l'hanno colto in flagrante | καταλαμβάνω κάπoιον εξ απίνης == cogliere qualcuno di sorpresa
3 copri`re una superfi`cie, occupa`re, pre`ndere τo δάσος καταλαμβάνει 1000 στρέμματα == il bosco copre una superficie di 100 ettari | o καναπές καταλαμβάνει πoλύ χώρο == il divano occupa, prende troppo spazio
4 (fig) co`gliere, pre`ndere, impadroni`rsi τoυς κατέλαβε o τρόμoς == il terrore si impadronì di loro, furono colti dal terrore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταλαλώ καταλαμβάνων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---