Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Καταλανή
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Καταλανός]

Καταλανός
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ della Catalo`gna, catala`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταλαμβάνων καταλασπωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---