Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάληξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 fine ~f~, te`rmine ~m~ η κατάληξη του αγώνα == la fine della gara 2 risulta`to ~m~, e`sito ~m~, conclusio`ne ~f~ δεν μπορώ να φανταστώ ποια θα είναι η κατάληξη των ερευνών == non riesco a immaginare quale sarà il risultato, l'esito delle ricerche 3 il ridu`rsi ~m~ in catti`vo stato, il fini`re ~m~ male η κατάληξή του ήταν θλιβερή == si è ridotto male 4 linguistica desine`nza ~f~, terminazio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |