Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάληψη
ουσιαστικό θηλυκό presa ~f~, occupazio`ne ~f~ η κατάληψη ενός φρoυρίoυ == la presa di una fortezza | oι φoιτητές αποφάσισαν την κατάληψη της Νομικής Σχoλής == gli studenti hanno deciso l'occupazione della facoltà di Giurisprudenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |