Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταλήγω  
ρήμα αμετάβατο

1 anda`re a fini`re πού καταλήγει αυτός o αγωγός; == dove va a finire questa conduttura?
2 ridu`rsi, fini`re, anda`re a fini`re κατέληξε στη φυλακή == è finito in prigione | θα καταλήξεις αλκαλικός == finirai alcolizzato
3 (fig) fini`re, para`re, arriva`re, raggiu`ngere un certo risulta`to θα καταλήξούν στο διαζύγιο == finiranno per divorziare | πoύ θέλει να καταλήξει; == dove vuole andare a parare?, dove vuole arrivare? | oι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν πουθενά == le trattative si sono arenate, insabbiate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάλευκος καταληκτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---