Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακτητής
ουσιαστικό αρσενικό conquistato`re ~m~ ((anche in senso figurato)) οι μεγάλοι κατακτητές της Ιστορίας == i grandi conquistatori della storia | νομίζει πως είναι μεγάλος κατακτητής == si crede un gran conquistatore κατακτήτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κατακτητής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |