Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακτάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κατακτώ]

κατακτώ  
ρήμα μεταβατικό

1 conquista`re, occupa`re
2 (fig) conquista`re, conquista`rsi, cattiva`rsi κατέκτησε τη συμπάθειά τούς == si è conquistato la loro simpatia
3 (fig) conquista`re, ave`re succe`sso in amo`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάκρυος κατακτημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---