Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταλαβαίνω
ρήμα μεταβατικό 1 capi`re, compre`ndere, inte`ndere δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτή η λέξη == non capisco il senso di questa parola | οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνούν == i miei genitori non mi capiscono | καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; == capisci cosa intendo dire? | μού έδωσε να καταλάβω ότι... == mi ha fatto capire che... | προσπάθησε να με καταλάβεις == cerca di capirmi! 2 re`ndersi conto, acco`rgersi, realizza`re έχεις καταλάβει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα; == ti rendi conto della gravità della situazione? | η ώρα πέρασε δίχως να τo καταλάβoυμε == l'ora è passata senza che ce ne accorgessimo | δεν κατάλαβε αμέσως τις συνέπειες της πράξης του == non ha realizzato subito le conseguenze del suo atto | και τώρα τι κατάλαβες; == e ora che ci hai guadagnato? | τον 'δωσα και κατάλαβε == gli ho dato una bella lezione | | gli ho dato a più non posso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακαταλαβαίνω λάθος = capire male || δεν κατάλαβα = non ho capito Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |