Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακραυγή  
ουσιαστικό θηλυκό

clamoro`sa prote`sta ~f~, indignazio`ne ~f~ η νέα φορολογία πρoκάλεσε τη γενική κατακραυγή == le nuove tasse hanno provocato la protesta generale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακρατώ κατακρένω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---