Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακόρυφος  
επίθετο

perpendicola`re, vertica`le

κατακόρυφος
ουσιαστικό θηλυκό

geometria retta ~f~ perpendicola`re, la perpendicola`re ~f~, la vertica`le ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακόρυφο κατακουράζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---