Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακουρασμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κατακουράζω] 2 affra`nto 3 sfini`to 4 spossa`to 5 oppre`sso dalla fati`ca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |