Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακλυσμιαίος  
επίθετο

1 di dilu`vio
2 (fig) torrenzia`le κατακλυσμιαία βροχή == pioggia torrenziale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακλυσμένος κατακλυσμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---