Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάκλιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il corica`rsi ~m~
2 decu`bito ~m~ πληγές λόγω κατακλίσεως == piaghe da decubito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακλίνομαι κατακλύζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---