Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάκλιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il corica`rsi ~m~ 2 decu`bito ~m~ πληγές λόγω κατακλίσεως == piaghe da decubito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |