Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακλείδα  
ουσιαστικό θηλυκό

la fine ~f~ di un disco`rso o di uno scritto, conclusio`ne ~f~, chiu`sa ~f~ εν κατακλείδι == in conclusione, in definitiva

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακλέβω κατάκλειστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---