Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακλείδα
ουσιαστικό θηλυκό la fine ~f~ di un disco`rso o di uno scritto, conclusio`ne ~f~, chiu`sa ~f~ εν κατακλείδι == in conclusione, in definitiva permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |