Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακλυσμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 inondazio`ne ~f~, dilu`vio ~m~, catacli`sma ~m~ o κατακλυσμός του Νώε == il diluvio universale 2 (fig) dilu`νio ~m~ κατακλυσμός διαμαρτυριών == un diluvio di proteste | φέρνω τον κατακλυσμό == presentare le cose in modo catastrofico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |