Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακλύζω
ρήμα μεταβατικό inonda`re ((anche in senso figurato)) τα νερά κατέκλυσαν τούς δρόμoυς == le acque hanno inondato le strade | οι διαφημίσεις έχουν κατακλύσει την τηλεόραση == la televisione è inondata da spot pubblicitari permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |