Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακλέβω
ρήμα μεταβατικό ruba`re, deruba`re, spoglia`re, svaligia`re o ταμίας κατάκλεβε την εταιρεία == il cassiere derubava la ditta | οι κλέφτες κατάκλεψαν τo σπίτι == i ladri hanno svaligiato la casa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |