Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθίζω
ρήμα μεταβατικό far sede`re, me`ttere a sede`re η μητέρα κάθισε το μωρό στο καρεκλάκι του == la mamma ha messo a sedere il bambino sul seggiolino | θα τον καθίσω στο σκαμνί! == lo farò sedere sul banco degli imputati! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |