Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθιερωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [καθιερώνω] 2 consacra`to, sanci`to 3 affermato καθιερωμένος καλλιτέχνης == artista affermato 4 abitua`le, usua`le, so`lito, immanca`bile, tradiziona`le καθημερινά κάνω την καθιερωμένη μου βολτούλα == faccio ogni giorno la mia solita passeggiatina | o καθιερωμένος εναρκτήριος λόγος του λυκειάρχη == l'immancabile discorso inaugurale del preside permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |