Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάθισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 se`dia ~f~, sedi`le ~m~ τα καθίσματα του αυτoκινήτoυ == i sedili dell'auto
2 il modo di stare seduti σεμνό κάθισμα == il sedersi in modo pudico
3 ginnastica βαθύ κάθισμα == flessione sulle ginocchia

καθίσματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

posti ~mp~ a sedere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθισιό καθισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---