Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθισιά  
ουσιαστικό θηλυκό

specialmente nella locuzione στην καθισιά μου... == quando mi metto a tavola+++στην καθισιά του τρώει τρεις μακαρονάδες == quando si mette a tavola, può mangiarsi tre piatti di spaghetti uno dopo l'altro | τρώει ολόκληρη τούρτα στην καθισιά του == è capace di mangiarsi da solo un'intera torta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθίκι! καθισιό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---