Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθοδηγητής
ουσιαστικό αρσενικό gui`da ~f~, istrutto`re ~m~ πνευματικός καθoδηγητής == guida spirituale καθοδηγήτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καθοδηγητής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |