Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθολικός
επίθετο 1 genera`le, universa`le καθoλική ψηφoφoρία == suffragio universale | ζήτημα καθoλικού ενδιαφέροντος == una questione di interesse generale 2 religione catto`lico η καθoλική εκκλησία == la chiesa cattolica κα§θο§λι§κό§τα§τος επίθετο superlativo di [καθολικός] κα§θο§λι§κό§τε§ρος επίθετο comparativo di [καθολικός] κα§θο§λι§κώ§τα§τος επίθετο superlativo di [καθολικός] κα§θο§λι§κώ§τε§ρος επίθετο comparativo di [καθολικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |