Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθομολόγηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 religione καθoμoλόγηση πίστεως == confessione, atto di fede 2 giurame`nto presta`to dai neolaurea`ti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |