Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθοσιωμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [καθοσιώνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κα§θο§ρι§στι§κώ§τε§ρος καθοσιώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---