Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθότι
σύνδεσμος ((arcaico)) poiché, perché, sicco`me, in quanto τούς έκαναν έξωση, καθότι δεν πλήρωναν το ενοίκιο == gli hanno dato lo sfratto, perché non pagavano l'affitto | καθότι άνεργος, δεν μπορεί να συντηρήσει την οικογένεια == in quanto disoccupato, non può mantenere la famiglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |