Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθρέφτης  
ουσιαστικό αρσενικό

spe`cchio ~m~ ((anche in senso figurato)) σήμερα η θάλασσα είναι καθρέφτης == oggi il mare è uno specchio | τα μάτια είναι o καθρέφτης της ψυχής == gli occhi sono lo specchio dell'anima

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθρεφτάκι καθρεφτίζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


auto ο εσωτερικός καθρέφτης = αυτοκίνητο specchietto [αρσ.] retrovisore


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---