Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθρεφτίζομαι
ρήμα παθητικό 1 specchia`rsi, rispecchia`rsi καθρεφτιζόταν στα νερά του ποταμού == si specchiava nelle acque del fiume 2 (fig) rifle`ttersi, le`ggersi μεγάλη θλίψη καθρεφτιζόταν στα μάτια της == una grande tristezza si leggeva nei suoi occhi καθρεφτίζω ρήμα μεταβατικό 1 rispecchia`re, rifle`ttere τα νερά της λίμνης καθρέφτιζαν τα δέντρα == le acque del lago rispecchiavano gli alberi 2 (fig) rifle`ttere, manifesta`re τo βλέμμα του καθρέφτιζε την αγωνία που τον κατέτρωγε == il suo sguardo manifestava l'ansia che lo divorava permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |