Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθοριστικός
επίθετο determina`nte αυτή η απόφαση θα είναι καθοριστική για τo μέλλον τον == questa decisione sarà determinante per il suo futuro | η επέμβασή του υπήρξε καθοριστική == il suo intervento è stato determinante κα§θο§ρι§στι§κό§τα§τος επίθετο superlativo di [καθοριστικός] κα§θο§ρι§στι§κό§τε§ρος επίθετο comparativo di [καθοριστικός] κα§θο§ρι§στι§κώ§τα§τος επίθετο superlativo di [καθοριστικός] κα§θο§ρι§στι§κώ§τε§ρος επίθετο comparativo di [καθοριστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |