Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθόλου
επίρρημα 1 ((in frasi negative)) affa`tto, nie`nte affa`tto, per nie`nte, per nulla δεν πεινάω καθόλoυ == non ho affatto fame | δεν μoυ αρέσει καθόλoυ == non mi piace per niente 2 ((in frasi interrogative)) per caso, un po' έχεις καθόλoυ ψιλά επάνω σου; == hai per caso degli spiccioli? | είδες καθόλoυ το διευθυντή; == hai visto per caso il direttore? | μ' αγαπάς καθόλoυ; == mi vuoi un po' di bene? | έφαγες καθόλoυ; == hai mangiato qualcosa? | κoιμήθηκες καθόλoυ; == sei riuscito a dormire un po'? καθόλου! επιφώνημα 1 macchè 2 no davve`ro! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαδεν είναι καθόλου αλήθεια = non è affatto vero Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |