Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθολικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 commercio libro ~m~ mastro 2 ecclesiastico chie`sa ~f~ principa`le di un monaste`ro ortodo`sso
2 ecclesiastico parte ~f~ della chie`sa nella quale stanno i fede`li

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθολικισμός καθολικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---