Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάθοδος
ουσιαστικό θηλυκό 1 disce`sa ~f~ η κάθoδoς στο σπήλαιο ήταν δύσκολη == la discesa nella grotta era difficile 2 disce`sa ~f~, cala`ta ~f~, invasio`ne ~f~ η κάθoδoς των Δωριέων == la discesa dei Dori 3 fisica ca`todo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |