Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθίκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ((popolare)) orina`le ~m~, vaso ~m~ da notte 2 (fig) tipo ~m~ schifo`so, stronzo ~m~ καθίκι! επιφώνημα pezzo di merda! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |