Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθιέρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 consacrazio`ne ~f~ καθιέρωση εκκλησίας == consacrazione di una chiesa 2 istituzio`ne ~f~ η καθιέρωση του πενθημέρου == l'istituzione della settimana corta 3 lo stabili`re, il deci`dere 4 il conferma`re, l'afferma`rsi, l'impo`rsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |