Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθιερώνω
ρήμα μεταβατικό 1 ecclesiastico consacra`re (una chiesa) 2 istitui`re, deci`dere di adotta`re καθιερώνω λογοτεχνικό βραβείο == istituire un premio letterario 3 stabili`re, deci`dere έχει καθιερώσει να επισκέπτεται κάθε Κυριακή τη μητέρα του == ha stabilito di far visita alla madre ogni domenica 4 conferma`re αυτή η ταινία τον καθιέρωσε αστέρα πρώτου μεγέθους == quel film l'ha confermato stella di prima grandezza, con quel film si è affermato, si è imposto quale stella di prima grandezza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |