Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρηγοροσύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 celerità ~f~
2 pronte`zza ~f~
3 rapidità ~f~
4 sollecitu`dine ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γρήγορος γρηγορότατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---