Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευτυχισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ευτυχώ]
2 feli`ce ευτυχισμένη οικογένεια == famiglia felice | να ζήσετε ευτυχισμένoι! == siate felici!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευτυχισμένα ευτυχώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---