Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευφημισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 ((letterario)) elo`gio ~m~, lode ~f~ 2 linguistica eufemi`smo ~m~ κατ' ευφημισμόν == per eufemismo, eufemisticamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |