Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευφορία
ουσιαστικό θηλυκό 1 fertilità ~f~, feracità ~f~ 2 eufori`a ~f~ επικρατούσε κλίμα ευφορίας == regnava un clima di euforia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |