Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευφάνταστος
επίθετο 1 immagino`so, dota`to di una fe`rvida immaginazio`ne ευφάνταστο αγoράκι == ragazzino immaginoso 2 immagino`so, fantasio`so, ingegno`so ευφάνταστος συγγραφέας == scrittore fantasioso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |