Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευτύχημα
ουσιαστικό ουδέτερο caso ~m~ fortuna`to, fortuna`ta coincide`nza ~f~, fortu`na ~f~ τo ευτύχημα ήταν ότι δεν τραυματίστηκε κανείς == fortuna volle che nessuno si ferì permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |