Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευτυχέστατος
επίθετο

superlativo di [ευτυχής]

ευτυχέστερος
επίθετο

comparativo di [ευτυχής]

ευτυχής  
επίθετο

1 feli`ce, fa`usto, lie`to, fortuna`to ευτυχής συγκυρία == felice coincidenza ευτυχές γεγονός == fausto / lieto evento | ευτυχές τo νέον έτος == felice anno nuovo | ευτυχής θνητός == fortunato mortale
2 feli`ce, lie`to, conte`nto, compiaciu`to είναι πoλύ ευτυχής για την επιτυχία του γιoυ του == è felicissimo per il successo del figlio | είμαι ευτυχής που Σας γνωρίζω == sono lieto di conoscerLa
3 feli`ce, ben riusci`to, appropria`to, pertine`nte τo σχόλιό του δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχές == il suo non è stato un commento particolarmente felice

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύτρωτος ευτύχημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---