Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέκτιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 adempime`nto ~m~, compime`nto ~m~ έκτιση στρατιωτικής θητείας == adempimento degli obblighi di leva 2 ποινή espiazio`ne ~f~ (di una pena) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |