Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτόνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 allentame`nto ~m~ εκτόνωση της διεθνούς έντασης == allentamento della tensione internazionale
2 sfo`go

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτονώνω εκτονωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---