Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτονώνομαι
ρήμα παθητικό sfogarsi εκτονώνω ρήμα μεταβατικό rilassa`re, allenta`re, diste`ndere για να εκτονώσει τα νεύρα του, έκανε ένα μεγάλο περίπατο == per distendere i nervi, fece una lunga passeggiata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |