Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτονώνομαι
ρήμα παθητικό

sfogarsi

εκτονώνω  
ρήμα μεταβατικό

rilassa`re, allenta`re, diste`ndere για να εκτονώσει τα νεύρα του, έκανε ένα μεγάλο περίπατο == per distendere i nervi, fece una lunga passeggiata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτομίας εκτόνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---