Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτοπίζομαι
ρήμα παθητικό

esilia`rsi

εκτοπίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 subentra`re, soppianta`re η νέα μόδα εκτόπισε τις προηγούμενες == la nuova moda ha soppiantato le precedenti
2 relega`re, confina`re τον εκτόπισαν σ'ένα νησί == l'hanno confinato in un'isola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτοπία εκτοπικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---