Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτοξεύομαι
ρήμα παθητικό 1 brilla`re 2 lancia`rsi εκτοξεύω ρήμα μεταβατικό 1 lancia`re, scaglia`re εκτόξεύσαν έναν καινούριο δορυφόρο == hanno lanciato un nuovo satellite artificiale 2 ((figurato)) scaglia`re εκτoξεύω απειλές == scagliare minacce permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |